- ἀχλύς
- ἀχλύς, ύος: mist, darkness, Od. 7.41, Il. 5.127, Od. 20.357; often met., of death, swooning, Il. 5.696, Il. 16.344.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἀχλῦς — ἀχλύς mist fem acc pl ἀχλύς mist fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχλύς — Η θόλωση της ατμόσφαιρας. Η α. (ξερή ομίχλη) παρατηρείται κυρίως το καλοκαίρι και οφείλεται στην ανώμαλη διάθλαση του φωτός και στη διαφορά θερμοκρασίας στρωμάτων αέρος. Το φαινόμενο είναι εντονότερο, όταν o αέρας περιέχει μεγάλες ποσότητες… … Dictionary of Greek
Ἀχλύς — Ἀχλύ̱ς , Ἀχλύς fem acc pl Ἀχλύς fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχλύς — ἀχλύ̱ς , ἀχλύς mist fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχλῦν — ἀχλύς mist fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀχλύα — Ἀχλύς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀχλύας — Ἀχλύς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχλύας — ἀχλύς mist fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀχλύες — Ἀχλύς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχλύες — ἀχλύς mist fem nom/voc pl ἀχλύ̱ε̄ς , ἀχλύω to be pres ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀχλύν — Ἀχλύς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)